- ὁμόψηφος
- ὁμό-ψηφος, dasselbe Stimmrecht habend, τινί, wie ein anderer; ὁμόψηφον τὸν πολέμαρχον ἐποιεῦντο τοῖσι στρατηγοῖσι, sie gaben ihm dieselbe Stimme; ὁμόψηφον γίγνεσϑαί τινι, beistimmen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ὁμόψηφος — voting with masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ομόψηφος — η, ο (Α ὁμόψηφος, ον) αυτός που δίνει την ίδια ψήφο με άλλον ή άλλους («ὁμόψηφοι κατ ἐκείνων τῶν ἀνδρῶν τοῑς τριάκοντα γενήσονται», Λυσ.) νεοελλ. αυτός που αποφασίστηκε ομόθυμα, με κοινή ψήφο αρχ. αυτός που έχει το ίδιο δικαίωμα ψήφου ή γνώμης με … Dictionary of Greek
ὁμόψηφον — ὁμόψηφος voting with masc/fem acc sg ὁμόψηφος voting with neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοψήφοις — ὁμόψηφος voting with masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοψήφου — ὁμόψηφος voting with masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοψήφους — ὁμόψηφος voting with masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοψήφων — ὁμόψηφος voting with masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοψήφῳ — ὁμόψηφος voting with masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμόψηφα — ὁμόψηφος voting with neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμόψηφοι — ὁμόψηφος voting with masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ομ(ο)- — [ΑΜ ὁμ(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ὁμός και δηλώνει ότι: α) κάτι γίνεται μαζί, ταυτοχρόνως με κάτι άλλο (πρβλ. ομο βλαστώ, ομο βροντία, ομό δουπος, ομό ζευκτος, ομο θαμνώ) β) το δηλούμενο … Dictionary of Greek